- καβαδούρα
- η(λ. ιταλ.), ραφή γύρω από την άρθρωση του μπράτσου, η οποία συνδέει το μανίκι με τον κορμό του φορέματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.